οστέωμα

οστέωμα
το мед. остеома

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "οστέωμα" в других словарях:

  • οστέωμα — το ιατρ. 1. καλοήθης όγκος που αποτελείται από ώριμο οστίτη ιστό 2. φρ. α) «οστεοειδές οστέωμα» οστέωμα που απαντά σε ορισμένα οστά β) «περιγεγραμμένο μυϊκό οστέωμα» οστέωμα που απαντά μέσα σε μυς και είναι αποτέλεσμα οστεοποίησης περιγεγραμμένου …   Dictionary of Greek

  • μυοστέωμα — το ιατρ. οστέωμα που αναπτύσσεται μέσα σε έναν μυ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»